μπιτόνι

μπιτόνι
το
(λ. γαλλ.), τενεκεδένιο δοχείο: Πήρα δυο μπιτόνια πετρέλαιο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μπιτόνι — το βλ. μπετόνι …   Dictionary of Greek

  • μπετόνι — και μπιντόνι και μπιτόνι, το μεταλλικό ή πλαστικό δοχείο χωρητικότητας από 3 ώς 15 χιλιόγραμμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. bidon < σκανδ. bida «δοχείο»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”